φωσφοκαρδαμιδικός

φωσφοκαρδαμιδικός
-ή, -ό, Ν φρ. «φωσφοκαρδαμιδικό οξύ»
(βιοχ.) πολύ ασταθής ένωση, η οποία σχηματίζεται ως ενδιάμεσο προϊόν τού κύκλου τής ουρίας, μέσω μιας περίπλοκης αντίδρασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. carbamoyl phosphate).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”